- κρεάτινος
- -η, -οαυτός που αποτελείται από κρέας, κρεατένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρε[ο]-) + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεατινός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεάτινος 2. φρ. α) «κρεατινή εβδομάδα» ή, απλώς, «κρεατινή» η προτελευταία εβδομάδα τής αποκριάς β) «κρεατινή Κυριακή» η τρίτη Κυριακή τής αποκριάς, η Κυριακή τής Κρεοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ.… … Dictionary of Greek
κρεατινός — ή, ό 1.αυτός που παρασκευάζεται από κρέας. 2. φρ., «κρεατινή Κυριακή» δηλώνει την προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρεάτειος — ο κρεάτινος, αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, ατος + επίθημα ειος (πρβλ. αέτ ειος, λεόντ ειος)] … Dictionary of Greek
κρεατένιος — α, ο [κρέας] αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας, κρεάτινος … Dictionary of Greek
σάρκειος — εία, ον, Α [σάρξ, σαρκός] αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος … Dictionary of Greek